- μεταστοιχι
- μεταστοιχίμετα-στοιχί(χῑ) adv. в ряд, в линию Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μεταστοιχί — (Α) επίρρ. βλ. μεταστοιχεί … Dictionary of Greek
μεταστοιχί — μεταστοιχεί all in a row indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστοιχεί — και μεταστοιχί (Α) επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ.… … Dictionary of Greek